- πυραμιδικώς
- πυραμιδικῶς ΝΑβλ. πυραμιδικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυραμιδικῶς — πυραμιδικός pyramidal adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμιδικός — ή, ό / πυραμιδικός, ή, όν, ΝΑ [πυραμίς, ίδος] αυτός που έχει σχήμα πυραμίδας, πυραμιδοειδής νεοελλ. 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανατομικό σχηματισμό πυραμίδας 2. φρ. α) «πυραμιδική οδός» (ανατ. φυσιολ.) η κύρια φλοιονωτιαία… … Dictionary of Greek